Ο πόλεμος στην ποίηση (ελληνική και ξένη)
Μέλη ομάδας: Δεσποτίδου, Ζωγοπούλου, Καλυβιώτη, Μουτσανά,
Παπούλια
Το κλάμα, που ασυγκράτητο ανεβαίνει
βαρύ, μπρος σε μια χώρα αιματωμένη,
μαύρη πατρίδα ηρώων φανταστικών,
βουρκώνει αργά τη λάμψη των ματιών.
Νεκροταφείο απέραντο είν’ οι κάμποι, -
σε μάρμαρα πλατιά το φως δε λάμπει,
παρέξ σε λευκά κόκκαλα γυμνά
σπαρμένα στην αμίλητη ερημιά.
Κι ένα κρανίο με τ΄ άδεια του τα μάτια
χωμένο μες στ΄ αγκαθερά τα βάτια
κοιτάει κι αναγελάει τη συμφορά,
που τόβρε μες στον κάμπο μια φορά.
Θυμάται… Κι ήταν νύχτα δίχως άστρα·
μπροστά του τα βαριά μαυρίζαν κάστρα
και βρόνταε το κανόνι το τραχύ,
κι απόσωνε η τρομάρα την ψυχή.
Σ’ ένα όχτο, που δεν έπιανε το βόλι,
περνούσανε σαν άφαντοι διαβόλοι
που μες στου σκοταδιού τη σιγαλιά
σερνόντανε βουβοί, με την κοιλιά.
Μα ξάφνου ο φωτοχείμαρρος τους βρίσκει
και μένουν μες στα θάμπη ακίνητοι ίσκιοι…
Του δράκοντα το μάτι το σκληρό
να φύγουν πια δεν έχουνε καιρό.
Σφυρίζουνε τραχιά δυο τρεις οβίδες -
ο βρόντος, του θανάτου οι καταιγίδες
σπέρνουν τριγύρω σίδερο καφτό…
αυτό ήταν της ζωής του το γραφτό.
Και τώρα το κρανίο με τ΄ άδεια μάτια
χωμένο μες στ΄ αγκαθερά τα βάτια
κοιτάει κι αναγελάει τη συμφορά,
που τόβρε μες στον κάμπο μια φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου